- συμφύλαξ
- -ακος, ὁ, Ασύμφρουρος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφύλαξ — fellow watchman masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλάκων — συμφύλαξ fellow watchman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφύλακα — συμφύλαξ fellow watchman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφύλακας — συμφύλαξ fellow watchman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
ξυμφυλάκων — συμφυλάκων , συμφύλαξ fellow watchman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφύλακας — συμφύλακας , συμφύλαξ fellow watchman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)